- σάζω
- Νβλ. σιάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σάζω — βλ. σιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ισάζω — και ισιάζω και σιάζω και σάζω (ΑΜ ἰσάζω, Μ και σάζω, ἐσιάζω, ἰσιάζω, σιάζω) βλ. σιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσος. Ο τ. σιάζω είτε < ἰσάζω με επίδραση τού ἴσιος είτε απευθείας από το ἴσιος, με σίγηση τού προτονικού (στο ρήμα) φωνήεντος ι (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ισιάζω — και ισάζω και σιάζω και σάζω (ΑΜ ἰσάζω, Μ και ἰσιάζω ἐσιάζω, ἰσιάζω, σιάζω, σάζω) βλ. σιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ισάζω] … Dictionary of Greek
αξιάζω — κ. αξάζω (Μ ἀξιάζω κ. ἀξάζω) 1. αξίζω, έχω αξία 2. (μτχ.) αξαζούμενος (κ. ζόμενος) άξιος, ικανός, («φρόνιμο κι αξαζόμενο, ζαχαροζυμωμένο», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αξίζω + καταλ. ιάζω ή < ουσ. αξία ο τ. αξάζω κατά το σχ. (ι)σιάζω > (ι)… … Dictionary of Greek
σαστικός — ο, θηλ. σαστικιά, Ν [σάζω / σιάζω] αρραβωνιαστικός … Dictionary of Greek
σιάζω — και σάζω ΝΜ, και σιάχνω Ν (μτβ.) καθιστώ κάτι ίσο, ευθύ, ομαλό ή επίπεδο, ευθειάζω, ισιώνω νεοελλ. 1. τοποθετώ κάτι στην κατάλληλη θέση ή τό επαναφέρω στην αρχική καλή του κατάσταση, τακτοποιώ, διευθετώ, συγυρίζω («σιάξε το μαντίλι σου») 2.… … Dictionary of Greek
σιάσμα — και σάσμα, το, Ν [σιάζω / σάζω] το σιάξιμο … Dictionary of Greek
σιασμός — και σασμός, ο, Ν [σιάζω / σάζω] 1. το σιάξιμο 2. παροιμ. «σιασμός αγιασμός» δηλώνει ότι η συνδιαλλαγή, ο διάλογος είναι σε κάθε περίπτωση ευλογία Θεού … Dictionary of Greek
σιάζω — και σάζω και σιάχνω έσιαξα, σιάχτηκα, σιαγμένος 1. ευθυγραμμίζω, ισιώνω: Σιάξε τις γραμμές. 2. τακτοποιώ: Οι στρατιώτες μόλις σηκωθούν το πρωί σιάζουντα κρεβάτια τους. 3. διορθώνω, επισκευάζω: Θα το σιάξουμε φέτος το σπίτι. 4. αμτβ., διορθώνομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)